- ένταλμα
- bon
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἔνταλμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένταλμα — το (AM ἔνταλμα) εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ) μσν. νεοελλ. έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής νεοελλ. 1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη… … Dictionary of Greek
ένταλμα — το, ατος 1. εντολή, διαταγή, παραγγελία. 2. έγγραφο με το οποίο μια αρχή διατάζει την εκτέλεση ορισμένης εντολής: Ένταλμα πληρωμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένταλμα σύλληψης — Τμήμα των εγγυήσεων υπέρ της προσωπικής ασφαλείας, σύμφωνα με το οποίο, εκτός από τις περιπτώσεις του αυτόφωρου αδικήματος, για τη σύλληψη ενός προσώπου απαιτείται η επέμβαση της δικαστικής αρχής. Βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή έ.σ. που εκδίδει … Dictionary of Greek
ἐνταλμάτων — ἔνταλμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασι — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασιν — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματα — ἔνταλμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματι — ἔνταλμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματος — ἔνταλμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… … Dictionary of Greek